- οβελός
- ο1) вертел; 2) шомпол; 3) черти; отметка (яа полях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀβελός — spit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβελός — ο (ΑΜ ὀβελός, Α δωρ. τ. ὀβελός, θεσσ. τ. ὀβελλός) 1. σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία ψήνονται, αφού διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η σούβλα 2. μικρή οριζόντια γραμμή ( ) ή βέλος με το… … Dictionary of Greek
οβελός — ο 1. ξύλινη ή σιδερένια σούβλα. 2. μεταλλική βέργα για τον καθαρισμό του τουφεκιού. 3. (γραμμ.) οριζόντια μικρή γραμμή που σημειώνεται στο περιθώριο και δείχνει τη νοθεία κειμένου ή τμήματός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀβελοῖς — ὀβελός spit masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελοῖσι — ὀβελός spit masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελοῖσιν — ὀβελός spit masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελοί — ὀβελός spit masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελοῦ — ὀβελός spit masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελούς — ὀβελός spit masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελῶν — ὀβελός spit masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελῷ — ὀβελός spit masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)